- προδιαλύω
- Α1. διαλύω ή διασπώ κάτι από πριν («προδιαλελυκότες τὰς τάξεις τῶν Λακεδαιμονίων», Πολ.)2. χαλαρώνω προηγουμένως3. αναλύω προηγουμένως4. μετριάζω, μειώνω, αμβλύνω κάτι προηγουμένως5. ανασκευάζω προκαταβολικά.
Dictionary of Greek. 2013.